- προγαμιαίος
- -α, -οαυτός που δίνεται ή γίνεται πριν από το γάμο: Προγαμιαίο πιστοποιητικό υγείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προγαμιαίος — α, ο / προγαμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή δίνεται πριν από τον γάμο και για χάρη τού γάμου («προγαμιαίες σχέσεις» σεξουαλικές σχέσεις πριν από τον γάμο») 2. φρ. «προγαμιαία δωρεά» περιουσιακή επίδοση τού άνδρα ή και τρίτου προσώπου… … Dictionary of Greek
προγαμιαίων — προγαμιαῖος ante nuptial fem gen pl προγαμιαῖος ante nuptial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγαμιαία — προγαμιαίᾱ , προγαμιαῖος ante nuptial fem nom/voc/acc dual προγαμιαίᾱ , προγαμιαῖος ante nuptial fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγαμιαίας — προγαμιαίᾱς , προγαμιαῖος ante nuptial fem acc pl προγαμιαίᾱς , προγαμιαῖος ante nuptial fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγάμιος — α, ο / προγάμιος, ον, ΝΜ [πρόγαμος] προγαμιαίος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προγάμια (ενν. ἱερά) θρησκευτικές τελετές με θυσίες που τελούνταν πριν από τον γάμο και ήταν αφιερωμένες στους θεούς προστάτες τού γάμου και κατά τις οποίες η νύφη… … Dictionary of Greek
πρόγαμος — η, ο / πρόγαμος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. προγαμιαίος, προγάμιος 2. φρ. «πρόγαμος δωρεά» (παλαιότερα) η προγαμιαία δωρεά αρχ. 1. μνηστευμένος, αρραβωνιασμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Πρόγαμοι (ως τίτλος έργου τού Μενάνδρου) οι μελλόνυμφοι.… … Dictionary of Greek
προγαμιαίαν — προγαμιαίᾱν , προγαμιαῖος ante nuptial fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγαμιαίᾳ — προγαμιαίᾱͅ , προγαμιαῖος ante nuptial fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)